- στικτός
- -ή, -ό / στικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στίζω]1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.)2. διάστικτος, κατάστικτος3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» — γραμμή που σχηματίζεται με στιγμές, με κουκκίδεςβ. «γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ἡμῑν», ΠΔ)4. ποικιλόχρωμος, παρδαλός (α.»τα φτερά της είναι στικτά» β. «στικταὶ ὕαιναι», Οππ.).
Dictionary of Greek. 2013.